-
1 ποικίλος
A many-coloured, spotted, pied, dappled,παρδαλέη Il.10.30
; codd. ( αἰόλον Sch.);δράκων Pi.P.8.46
; ἴυγξ ib.4.214; ;ὄρνιθες Plot.4.4.29
; also of cattle, PCair.Preis.37.9 (iii B.C.), etc.;- ώτερον ταὧ Alex.110.14
, cf. Ath.9.397c; opp. ὁμόχρους, Arist.HA 543a25;κιθῶνες Hdt.7.61
; λίθος Αἰθιοπικὸς π., of the red granite of Syene, Id.2.127, cf. IG42(1).106i96, 113(Epid., iv B.C.); ; in X.An.5.4.32, tattooed.II wrought in various colours, of woven or embroidered stuffs, in Hom. as epith. of πέπλος, Il.5.735, al.;ἱμάς 14.215
; ; ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν, of a rich carpet, A.Ag. 923; ποικίλα, τά, ib. 926, 936, Theoc.15.78; π., τό, a broidered robe, Cratin. 38;ἐπίβλημα π. IG12.387.28
; of Cyprian, Carthaginian, and Sicilian stuffs, Ar.Fr. 611, Hermipp.63.23, Philem.76.4. Adv.-λως, ὑφασμένον Antiph.99
(dub.);στρωμναὶ π. διηνθισμέναι LXXEs.1.6
.2 of metal work, τεύχεα π. χαλκῷ cunningly wrought in bronze, Hes.Sc.[423];θώρηξ Il.16.134
; τεύχεα, ἔντεα, σάκος, δίφρος, κλισμός, etc., 4.432, 10.75, 149, 501, Od.1.132, etc.; butδεσμὸς π.
intricate,8.448
.3 ἡ στοὰ ἡ π. the Painted Hall at Athens, Aeschin.3.186;ἡ π. στοά D.45.17
, 59.94, cf. Paus.1.15.1; also Ποικίλη alone, Id.5.11.6, Luc.DMeretr.10.2; or ἡ Π., Id.Pisc.13, 16, etc.; also π. στοά, at Olympia, Paus.5.21.17; λέσχη π., at Sparta, Id.3.15.8;θρᾶνος π. PCair.Zen.445.5
(iii B.C.).4 of drugs, complicated, Aret.CD1.4.III metaph., changeful, diversified, manifold, ;π. κακῶν ταμιεῖον Democr.149
;- ώτερος αὐτοῦ Πρωτέως Luc.Sacr.5
;ποικίλα ἀντὶ ἁπλοῦ Pl.Tht. 146d
;- ώτερα ποιεῖν τὰ νοσήματα Id.R. 426a
; παντοδαπὰς ἡδονὰς καὶ π. καὶ παντοίως ἐχούσας ib. 559d;οὕτω δὲ π. τί ἐστι τὸ ἀγαθὸν καὶ παντοδαπόν Id.Prt. 334b
;πηδήσεις ὡς ἔνι -ωτάτας ποιεῖσθαι Arr. Tact.43.3
; π. μῆνες the changing months, Pi.I.4(3).18 (nisi leg. ποικίλα [χθών]); π. εὐεργεσία IG5(2).268.22
(Mantinea, i B.C.). Adv.- λως
in various ways,Hp.
Art.33, Gal.13.91: [comp] Comp. -ωτέρως, θρεπτέον Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.85; but- ώτερον Sor.Vit.Hp.4
.2 of Art, π. ὕμνος a song of changeful strain or full of diverse art, Pi.O.6.87;ποικίλον κιθαρίζων Id.N.4.14
;δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις μῦθοι Id.O.1.29
; of style,λέξις ποιητικωτέρα καὶ π. Isoc.15.47
([comp] Comp.);σχηματισμοί D.H.Is.3
.3 intricate, complex, εἱλιγμοὶ -ώτατοι, of a labyrinth, Hdt.2.148; of an oracle, Id.7.111 ([comp] Comp.);ὁ θεὸς ἔφυ τι π. E.Hel. 711
; π. νόμος, opp. νοῆσαι ῥᾴδιος, Pl.Smp. 182b; π. μηχάνημα, λόγοι, S.OC 762, Ar.Th. 438; opp. ἁπλούστερος, Arist. Rh. 1416b25;οὐδὲν π. οὐδὲ σοφόν D.9.37
. Adv. -λως, αὐδώμενος speaking in double sense, S.Ph. 130;π. ᾐνιγμένος Ar.Eq. 196
.b of abstruse knowledge, intricate, subtle,εἰδέναι τι π. E.Med. 300
; οὐδὲν π. nothing abstruse or difficult, Pl.Men. 75e, Grg. 491d, etc.c of persons and things, subtle, artful, wily, of Prometheus, Hes.Th. 511, A.Pr. 310; of Odysseus, E.IA 526;π. γὰρ ἁνήρ Ar.Eq. 758
;φύσει π. Plb.8.18.4
;ἀλώπηξ κερδαλέα καὶ π. Pl.R. 365c
; π. λαλήματα, of the Sirens, E.Andr. 937;π. τόξον B.9.43
;βουλεύματα Pi. N.5.28
. Adv. subtly, artfully, E.Ba. 888(lyr.);σοφῶς.. καὶ π. Alex. 110.20
;π. χρώμενοι τοῖς πράγμασιν Plb.4.30.7
.4 changeable, unstable,ὁ εὐδαίμων οὐ π. καὶ εὐμετάβολος Arist.EN 1101a8
; π. ἐλπίδες doubtful hopes, Plb.14.1.5;π. περιστάσεις OGI194.5
(Egypt, i B.C.). Adv. -λως, ἔχειν to be different, X.Mem.2.6.21;δέος π. περιαμύττον τὸν νοῦν Pl.Ax. 365c
: [comp] Comp. - ωτέρως dub. in Epicur.Nat.5G. (Cf. Skt. pimśáti 'dress (meat)', 'adorn', péśas 'shape', 'colour', 'embroidery', Lith. pi[etilde]šti 'draw', 'write', Slav. p[icaron]sati 'write'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλος
-
2 ποικίλος
ποικίλος, bunt, buntfarbig, gesprenkelt; παρδαλέη, Il. 10, 30; κιϑῶνες, Her. 7, 61; λίϑος, 2, 127; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, Eur. Bacch. 249; bei Xen. An. 5, 4, 32, dem ἀνϑέμιον ἐστιγμένος entsprechend, tättowirt; bes. bunt, mannichfach verziert, mit kunstreicher Arbeit, sowohl von Erzarbeit als von Stickerei, πέπλος, Il. 5, 735. 8, 386; ϑώρηξ, 16, 134, τεύχεα, 3, 327 u. öfter, σάκος 10, 149, κλισμός, Od. 1, 132, ϑρόνοι, Il. 22, 441; Pind. auch von kunstvollem Gesange, ὕμνοι, Ol. 6, 87 N. 5, 42; so ποικίλον κιϑαρίζων, N. 4, 14; ποικίλα ὲσϑήματα, Aesch. Pers. 836; τὰ ποικίλα, bunte Teppiche, Ag. 900. 910; vgl. ποικίλα ἐνδύς, bunte Kleider, Luc. Tim. 27; ζυγά, ἁρμόσματα, Eur. Bacch. 1054 Hel. 418; auch λαλήματα, Andr. 938; ἱμάτιον, Plat. Rep. VIII, 557 c; ποικίλη, χρώμασι διειλημμένη, Phaed. 110 b; ἡ ποικίλη, mit u. ohne στοά, die von Polygnotus mit Wandgemälden geschmückte Halle, z. B. Dem. 45, 17. – Mannichfaltig, verschiedenartig; ποικίλον τί ἐστι τὸ ἀγαϑὸν καὶ παντοδαπόν, Plat. Prot. 334 b, vgl. Rep. VIII, 559 d; καὶ παναρμόνιοι λόγοι, Phaedr. 277 c; Ggstz ἁπλοῦν, Theaet. 146 d; dah. auch = schwer einzusehen, verwickelt, schwierig, von Orakeln, Her. 7, 111; νόμος, im Ggstz von νοῆσαι ῥᾴδιος, Plat. Conv. 182 b; vgl. noch οὐ γάρ τι φαύλης μέτοχόν ἐστι τέχνης τὸ νῦν ζητούμενον, ἀλλ' εὖ μάλα ποικίλης, Soph. 223 c; auch εἰπεῖν παρὰ τὴν ἐκείνου σοφίαν ἕτερόν τι ποικιλώτερον, Phaedr. 236 b; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 10. – Uebertr. auf den Geist, verschiedene Gestalten annehmend, gewandt, listig; Prometheus, Hes. Th. 511, wie Aesch. Prom. 308; βουλεύματα, Pind. N. 5, 28; auch ψεύδεα, Ol. 1, 29; vgl. Soph. O. C. 766 Trach. 411; εἰδέναι τι ποικίλον, Eur. Med. 300; vgl. ποικίλος ἀνήρ Ar. Equ. 755; auch λόγοι, εὖ διεζητημένοι, Th. 439; u. so verbindet Plat. ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην, Rep. II, 365 c; Dem. οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν, 9, 37; Sp., ἀνήρ, Pol. 8, 18, 4, gew. im schlimmen Sinne. Auch = veränderlich, καὶ εὐμετάβολος, Arist. eth. 1, 10; sprichw. ποικιλώτερος Πρωτέως, Luc. sacrif. 5. – Daher καιροὶ ἐπισφαλεῖς καὶ ποικίλοι, Pol. 18, 36, 6, zweifelhaft, schwierig; ἐλπίδες, 14, 1, 5 u. öfter. – Adv., ποικίλως καὶ ἀγεννῶς χρῆσϑαι τοῖς πράγμασιν, Pol. 4, 30, 7; π οικίλως ἔχειν, verschieden sein, Xen. Mem. 2, 6, 21.
-
3 γαγγαίνειν
Grammatical information: v.Meaning: τὸ μετὰ γέλωτος προσπαίζειν H.Other forms: Cf. γαγγαλίδες γελασῖνοι; γαγγαλᾶν, γαγγαλίζεθαι ἥδεσθαι; γάγγαλος ὁ εὐμετάθετος τῃ̃ γνωμῃ̃ καὶ εὐμετάβολος.Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Reduplicated expressive form, since Fick (1, 33) to Skt. gañjana- `despising', which was connected with OE canc `insult'. As the Skt. form appears only in MInd. the connection is `durchaus haltlos' (Leumann), Mayrhofer KEWA 1, 314. - Nor to Lat. ganniō, etc. s. W.-Hofmann s. v., Pok. 352. - Cf. γογγύζω.Page in Frisk: 1,281Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γαγγαίνειν
См. также в других словарях:
ευμετάβολος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβολος, ον) 1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῡτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν) η ευμεταβλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα βολή (< μεταβάλλω)] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε … Dictionary of Greek
ευμετάφορος — εὐμετάφορος, ον (ΑΜ) αυτός που μετακινείται, που μεταφέρεται εύκολα και γρήγορα, αυτός που φέρεται από το ένα μέρος στο άλλο με ευκολία, ταχύς, ευκίνητος («ὀφθαλμοὶ εὐμετάφοροι πρὸς ἑκάτερα», Ε. Μ.) μσν. (για ψυχικές καταστάσεις) ευμετάβολος,… … Dictionary of Greek
πολύμορφος — η, ο / πολύμορφος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο χημ. πολύμορφο σώμα 2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… … Dictionary of Greek
PLUTARGHUS Chaeronensis — Philiosophus, Historicus et Orator, foloruit sub Nerva, Traiano et Adriano Imperatorib. Discipul. Ammonii fuit primum, dein in Graecia et Aegypto, eruditos adiit, ubique exactissime omnibus annotatis. Exin Romam profectus, magno ibi in pretio… … Hofmann J. Lexicon universale
αγχίστροφος — ἀγχίστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος 2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι +… … Dictionary of Greek
επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… … Dictionary of Greek